Ειδικότερα ο κ. Παπαϊωάννου παρουσίασε τις προτεινόμενες από τη
νομοπαρασκευαστική επιτροπή του υπουργείου Δικαιοσύνης μεταρρυθμίσεις
της νομοθεσίας για τα ναρκωτικά.
Συγκεκριμένα ανέφερε:
<H σχεδιαζόμενη μεταρρύθμιση της νομοθεσίας περί ναρκωτικών εκκινεί
από δύο αριθμητικά δεδομένα που αφορούν τη χώρα μας:
α) Ο αριθμός των θανάτων που επισήμως συνδέονται με την κατάχρηση
ναρκωτικών ουσιών κυμαίνονται περί τους 300 ετησίως
β) Το 40% περίπου των κρατούμενων στις φυλακές κρατείται για υποθέσεις
που αφορούν άμεσα τα ναρκωτικά ενώ πολλοί άλλοι κρατούνται για
εγκλήματα συνδεόμενα με τη διάδοση των ναρκωτικών ουσιών
(ιδίως διακεκριμένες κλοπές, ληστείες κλπ.).
Προς αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης, η Ελληνική Πολιτεία προκρίνει
τη λελογισμένη αλλά τολμηρή μεταρρύθμιση της σχετικής νομοθεσίας με στόχο
1) την θεραπεία και τον περιορισμό της παραβατικότητας των χρηστών
ναρκωτικών ουσιών, εξαρτημένων ή μη, και
2) την καταστολή της διακίνησης των ουσιών αυτών κατά τρόπο αυστηρό,
αλλά αντικειμενικό και δικαιοκρατικά ορθό.
Οι ανωτέρω στόχοι εξυπηρετούνται από τις ακόλουθες βασικές μεταρρυθμίσεις
που εισάγονται με το νομοσχέδιο.
1. Αποποινικοποίηση της χρήσης
Αποποινικοποιείται πλήρως για πρώτη φορά η χρήση ναρκωτικών
ουσιών ως συμπεριφορά ενέχουσα αποκλειστικά και μόνο αυτο-
προσβολή του ίδιου του χρήστη.
Διατηρείται εντούτοις, αλλά μειωμένο, σε βαθμό πταίσματος,
το αξιόποινο της προμήθειας και της κατοχής ναρκωτικών, ως και της
καλλιέργειας φυτών κάνναβης, σε αριθμό ή έκταση που δικαιο
λογούνται για την αποκλειστική χρήση του δράστη, λόγω της έστω
και μικρής επικινδυνότητας που ενέχουν για τρίτους, αλλά και
προκειμένου να διευκολυνθεί η ελεγκτική δραστηριότητα των αρχών
για τη διερεύνηση σοβαρότερων εγκλημάτων.
2. Εξορθολογισμός των προβλέψεων και των ποινών για διακίνηση
ναρκωτικών ουσιών
Τυποποιείται με νομοτεχνικά αρτιότερο τρόπο ως βασικό έγκλημα η
διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, τιμωρούμενο σε βαθμό κακουργήματος.
Καθορίζονται αντικειμενικά κριτήρια για την διάκριση ελαφρύτερων
(άρθρο 21), βαρύτερων (άρθρο 22) και ιδιαίτερα σοβαρών (άρθρο 24)
περιπτώσεων διακίνησης, με αντίστοιχη κλιμάκωση των ποινών, ούτως ώστε:
α) Να επιτυγχάνεται δικαιότερη μεταχείριση των μικροδιακινητών,
ιδιαίτερα των εξαρτημένων, ανάλογη με το μέτρο της απαξίας της πράξης
τους, τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε και της ιδιότητάς τους ως
εξαρτημένων από τις ναρκωτικές ουσίες ή μη.
β) Να μην εμφανίζονται φαινόμενα επιβολής δυσανάλογα μεγάλων ή
δυσανάλογα μικρών ποινών για τις ίδιες πράξεις.
γ) Να μη διαφεύγουν πλέον της απειλής επιβολής της σοβαρότερης
κύρωσης (ισόβιας κάθειρξης) διακινητές που τελούν ιδιαίτερα βαρείες
πράξεις διακίνησης.
Το τελευταίο επιτυγχάνεται με την απαγόρευση ηπιότερης αντιμετώπισης
των πραγματικών μεγαλεμπόρων, οι οποίοι προσδιορίζονται με
αντικειμενικά κριτήρια και δεν θα τυγχάνουν πλέον ευνοϊκότερης
μεταχείρισης ακόμα και αν επικαλεστούν εξάρτηση από ναρκωτικά.
3. Κατοχύρωση του δικαιώματος στη θεραπεία
Όσον αφορά τη διάγνωση της εξάρτησης, στοιχείο που παραμένει
κρίσιμο για την ποινική μεταχείριση των αδικημάτων με επιεικέστερο
τρόπο, καθιερώνεται πληρέστερο σύστημα απόδειξης, με την
ρητή πρόβλεψη ότι το Δικαστήριο συνεκτιμά υποχρεωτικά,
εκτός από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης – που συχνότατα
είναι ατελής, λόγω ελλείψεων δημόσιων υποδομών - και άλλα
αποδεικτικά μέσα, όπως έγγραφα που αφορούν την παρακολούθηση
συμβουλευτικών ή θεραπευτικών προγραμμάτων, ευρήματα εργαστη
ριακών εξετάσεων, ή την ύπαρξη ιατρικού ιστορικού ασθενειών
συνδεόμενων με τη χρήση ναρκωτικών ουσιών.
Η αντιμετώπιση του εξαρτημένου δράστη έχει ως βασική αφετηρία
τη θεραπευτική προσέγγιση, με τη συναίνεσή του.
Το προτεινόμενο νομοσχέδιο, με τη συστηματοποίηση και επέκταση
διαφόρων ευεργετικών μέτρων που προβλέπονταν ήδη στη
σχετική νομοθεσία, κατοχυρώνει το δικαίωμα στην πλήρη
θεραπεία, δηλαδή στην απεξάρτηση, παντός εξαρτημένου δράστη
αξιόποινης πράξης, είτε πρόκειται για εγκλήματα του νόμου περί
ναρκωτικών (πλην των ιδιαίτερα σοβαρών πράξεων διακίνησης),
είτε για άλλα εγκλήματα που φέρονται ότι τελέστηκαν για να
διευκολυνθεί η χρήση ναρκωτικών ουσιών (με την εξαίρεση
ορισμένων ρητά αναφερόμενων ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων,
όπως η ανθρωποκτονία, ο βιασμός, η ληστεία με ιδιαίτερη σκληρότητα κα).
Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν
α) την εισαγωγή σε εγκεκριμένο θεραπευτικό πρόγραμμα απεξάρτησης
ως περιοριστικό όρο,
β) την υποβολή σε πρόγραμμα σωματικής αποτοξίνωσης και την
παρακολούθηση συμβουλευτικού προγράμματος ψυχολογικής
απεξάρτησης εντός καταστημάτων κράτησης,
γ) την χορήγηση υφ’ όρον απόλυσης για παρακολούθηση προγράμματος
απεξάρτησης,
δ) την αναβολή της άσκησης ποινικής δίωξης
ε) την αναστολή ισχύος εντάλματος σύλληψης
στ) την αναστολή εκτέλεσης ποινής,
ζ) την υποχρεωτική αναβολή στράτευσης
η) την υποχρεωτική αναβολή της δίκης.
Σε περίπτωση δε ολοκλήρωσης του θεραπευτικού προγράμματος, προβλέπονται
α) η οριστική αποχή από την ποινική δίωξη,
β) η υποχρεωτική αναστολή της ποινής που επιβάλλεται,
γ) η υποχρεωτική αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης υπέρ του δράστη.
Καινοτομία αποτελεί επίσης ότι το δεύτερο από τα παραπάνω μέτρα
(υποβολή σε πρόγραμμα σωματικής αποτοξίνωσης και απεξάρτησης)
επιφυλάσσεται υπέρ παντός κρατούμενου, είτε έχει αναγνωριστεί από
το Δικαστήριο ως εξαρτημένος είτε όχι – ρύθμιση που δίνει λύση
στο υπαρκτό πρόβλημα που ανακύπτει όταν ο καταδικασθείς,
πχ για κλοπή, δεν έχει επικαλεστεί, ούτε το Δικαστήριο υποχρεώνεται
να εξετάσει, τυχόν συνδρομή του στοιχείου της εξάρτησης.
Με την πληρέστερη κατοχύρωση του δικαιώματος στην θεραπεία
εξυπηρετείται πολύ αποτελεσματικότερα η αντεγκληματική
πολιτική, καθώς έχει αποδειχθεί επιστημονικά ότι η απεξάρτηση
συντελεί δραστικά στην αποχή των πρώην χρηστών από κάθε
παράνομη δραστηριότητα, δηλαδή στην ειδική πρόληψη, ενώ,
αντίθετα, ο εγκλεισμός στη φυλακή επιτείνει και την
παραβατικότητα και τον κοινωνικό αποκλεισμό.>