Στα σκαλοπάτια σου γονάτισα
και με δέος
το παλλόμενο γαλάζιο των θαλασσών σου
ατένισα.
Υστερα υψώθηκα εκστατικά
και άπλωσα τα χέρια μου
προς την ατέρμωνη διαφάνεια
των ουρανών σου.
Τα πόδια μου ,κίονες αρχαίοι
και πέλματα γυμνά
με την λάβα των θαμένων σου ηφαιστείων
έσμιξαν
Και το είναι ολόκληρο
την απεραντοσύνη και την αιωνιότητά σου
ντύθηκε
Μα όσο κι αν ανέβηκα
ποτέ δεν έφτασα στα άυλα βασίλειά σου
που σαν ποτάμια κυανά
απλώνονται
Και όσο και αν κουράστηκε το φθαρτό σώμα μου
ο νους ποτέ δεν έπαψε να αποζητά
την ομορφιά της αέναης σοφίας σου.
και εκεί στα σκαλοπάτια σου
μετά από χρόνια φθίνουσας πορείας
γονάτισα ξανά
και την πύλη του αγνώστου σφράγισα
Υστερα το είναι μου ολόκληρο
την εγκαρτέρηση και την προσδοκία σου
ντύθηκε και λίγο πρίν το τέλος
σε γνώρισα.
Μ.Θ.
κρατούμενη Κ.Κ.Γ.Ε.Θ.